- ξυνεμετρήσαντο
- συμμετρέωmeasure jointlyaor ind mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμετρώ — συμμετρῶ, έω, ΝΜΑ [σύμμετρος] 1. μετρώ κάτι από κοινού με κάποιον ή μαζί με κάτι άλλο 2. προσδιορίζω την αναλογία ενός πράγματος σε σχέση με κάτι άλλο, μετρώ κάτι συγκριτικά με κάτι άλλο αρχ. (μέσ. και παθ.) συμμετροῡμαι, έομαι α) συμπεραίνω,… … Dictionary of Greek